- σκάριφος
- ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Απρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημανεοελλ.σκαριφητήρας, ξαριστήςαρχ.1. σχέδιο για ένα κτήριο2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε κηρωμένη σανίδα3. (κατά τον Ησύχ.) «ξέσις, γραφή, μίμησις ἀκριβὴς τύπου»4. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ κάρφος καὶ φρύγανον, μᾱλλον δὲ ἡ γραφίς»).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητ. παρ. τού ρ. σκαριφῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.